Ποινικό αδίκημα ήταν στη χώρα μας η μοιχεία, δηλαδή η σεξουαλική συνεύρεση του συζύγου με πρόσωπο εκτός γάμου, μέχρι και το 1982... οπότε και το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ. 357) καταργήθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1272/1982.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους για το πρόσωπο που είχε διαπράξει το τότε αδίκημα της μοιχείας, ενώ απαιτούνταν έγκληση του παθόντος συζύγου. Ωστόσο, στην περίπτωση που υπήρχε ανοχή του παθόντος συζύγου ή διάσταση μεταξύ των συζύγων, η πράξη έμενε ατιμώρητη.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι προκειμένου να ισχυροποιηθεί ή και να στοιχειοθετηθεί η έγκληση, απαιτούνταν η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των μοιχών, οι οποίοι οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα ολόγυμνοι, τυλιγμένοι με ένα σεντόνι, προκειμένου να δρομολογηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου. Το γεγονός αυτό ενέπλεκε στην «αποκάλυψη» του «εγκλήματος» πολλά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ιδιωτικούς αστυνομικούς («ντέτεκτιβς»), κλειδαράδες ή και ξενοδόχους, ενώ αποτέλεσε τροφή για πλήθος δημοσιευμάτων από τον τύπο με ιδιαίτερα «πικάντικες» λεπτομέρειες.
Το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα δεν ήταν το πρώτο νομοθέτημα που ποινικοποίησε την μοιχεία. Και ο Ποινικός Κώδικας της Βαυαροκρατίας στο άρθρο 286 είχε συμπεριλάβει τη διάπραξη της μοιχείας στα πλημμελήματα.
Το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το ν. 1272/1982, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του συνόλου των διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, παρά τις έντονες αντίθετες κοινωνικές και θρησκευτικές απόψεις που ακούστηκαν. Έκτοτε, η μοιχεία δεν αποτελεί πλέον ποινικά κολάσιμη πράξη.
Στα πλαίσια του Αστικού (Οικογενειακού) Δικαίου, η μοιχεία πλέον έπαψε πλέον να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου, εκτός αν κατατείνει σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης.
Η ποινικοποίηση της ως άνω πράξης, που ίσχυσε στο ελληνικό κράτος για πολλές δεκαετίες, συνάντησε, μέχρι την κατάργηση του σχετικού νομοθετήματος, πλήθος υποστηρικτών. Ισάριθμοι είναι και όσοι της άσκησαν κριτική. Ωστόσο, τριάντα χρόνια μετά την κατάργησή της, και σε μία κοινωνία με ανεπτυγμένο το αίσθημα της εμπέδωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυριαρχεί αναντίρρητα η άποψη ότι αν ο κάθε πολίτης δεν ενστερνίζεται και δεν επιθυμεί ο ίδιος να διαφυλάξει το αγαθό τον έγγαμο βίο του, κανένας, ούτε η Πολιτεία, δεν είναι σε θέση να του το επιβάλλει. Η πίστη στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης είναι κάτι που δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται.
Άλλωστε, ο διασυρμός τον οποίο δέχονταν όσοι είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττουν την ως άνω πράξη και η διαδραμάτιση τραγελαφικών περιστατικών που δεν συμβιβάζεται ούτε με την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ούτε με αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα θέμα ηθικής και σε καμία περίπτωση νομικής τάξης.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους για το πρόσωπο που είχε διαπράξει το τότε αδίκημα της μοιχείας, ενώ απαιτούνταν έγκληση του παθόντος συζύγου. Ωστόσο, στην περίπτωση που υπήρχε ανοχή του παθόντος συζύγου ή διάσταση μεταξύ των συζύγων, η πράξη έμενε ατιμώρητη.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι προκειμένου να ισχυροποιηθεί ή και να στοιχειοθετηθεί η έγκληση, απαιτούνταν η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των μοιχών, οι οποίοι οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα ολόγυμνοι, τυλιγμένοι με ένα σεντόνι, προκειμένου να δρομολογηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου. Το γεγονός αυτό ενέπλεκε στην «αποκάλυψη» του «εγκλήματος» πολλά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ιδιωτικούς αστυνομικούς («ντέτεκτιβς»), κλειδαράδες ή και ξενοδόχους, ενώ αποτέλεσε τροφή για πλήθος δημοσιευμάτων από τον τύπο με ιδιαίτερα «πικάντικες» λεπτομέρειες.
Το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα δεν ήταν το πρώτο νομοθέτημα που ποινικοποίησε την μοιχεία. Και ο Ποινικός Κώδικας της Βαυαροκρατίας στο άρθρο 286 είχε συμπεριλάβει τη διάπραξη της μοιχείας στα πλημμελήματα.
Το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το ν. 1272/1982, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του συνόλου των διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, παρά τις έντονες αντίθετες κοινωνικές και θρησκευτικές απόψεις που ακούστηκαν. Έκτοτε, η μοιχεία δεν αποτελεί πλέον ποινικά κολάσιμη πράξη.
Στα πλαίσια του Αστικού (Οικογενειακού) Δικαίου, η μοιχεία πλέον έπαψε πλέον να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου, εκτός αν κατατείνει σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης.
Η ποινικοποίηση της ως άνω πράξης, που ίσχυσε στο ελληνικό κράτος για πολλές δεκαετίες, συνάντησε, μέχρι την κατάργηση του σχετικού νομοθετήματος, πλήθος υποστηρικτών. Ισάριθμοι είναι και όσοι της άσκησαν κριτική. Ωστόσο, τριάντα χρόνια μετά την κατάργησή της, και σε μία κοινωνία με ανεπτυγμένο το αίσθημα της εμπέδωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυριαρχεί αναντίρρητα η άποψη ότι αν ο κάθε πολίτης δεν ενστερνίζεται και δεν επιθυμεί ο ίδιος να διαφυλάξει το αγαθό τον έγγαμο βίο του, κανένας, ούτε η Πολιτεία, δεν είναι σε θέση να του το επιβάλλει. Η πίστη στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης είναι κάτι που δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται.
Άλλωστε, ο διασυρμός τον οποίο δέχονταν όσοι είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττουν την ως άνω πράξη και η διαδραμάτιση τραγελαφικών περιστατικών που δεν συμβιβάζεται ούτε με την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ούτε με αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα θέμα ηθικής και σε καμία περίπτωση νομικής τάξης.